- τριόδοντος
- τριόδουςwith three teethmasc/fem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκύταλον — τὸ, Α ρόπαλο, σκυτάλη, μαγκούρα («ἐπεὶ ἀντίον πῶς ἂν τριόδοντος Ἡρακλέης σκύταλον τίναξε χερσίν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σκυτάλη, κατά τα ουδ.] … Dictionary of Greek